- δυσεντερικόν
- δυσεντερικόςafflicted with dysenterymasc acc sgδυσεντερικόςafflicted with dysenteryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσεντερικός — ή, ό (ΑΜ δυσεντερικός, ή, όν) 1. αυτός που πάσχει από δυσεντερία 2. αυτός που αναφέρεται στη δυσεντερία («δυσεντερικό σύνδρομο») αρχ. το ουδ. ως ουσ. το δυσεντερικόν η δυσεντερία … Dictionary of Greek